-
1 μητιόεις
A wise in counsel, epith. of Zeus, = μητίετα, h.Ap. 344, Hes.Op.51, 769, etc.; φάρμακα μητιόεντα wise, i.e. wellchosen, helpful remedies, Od.4.227;μ. δόλος Alex.Aet.3.18
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μητιόεις
См. также в других словарях:
μητιόεις — μητιόεις, εσσα, εν (Α) 1. (ως επίθ. τού Διός) αυτός που έχει σύνεση ή αυτός που παρέχει καλές συμβουλές 2. (για πράγματα) αυτός που έχει παρασκευαστεί με σύνεση, ο ωφέλιμος («φάρμακα μητιόεντα», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆτις (Ι) + επίθημα όεις… … Dictionary of Greek